- φορώς
- Αεπίρρ. βλ. φορός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρηφόρως — (Μ) επίρρ. έτσι ώστε να φοριέται στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + φόρως (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρως, τελεσ φόρως] … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek